- τευχεσφόρος
- τευχεσφόρος, ον,A wearing armour, ἀνήρ, λαός, A.Ch.627 (lyr.), E.Supp.654.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τευχεσφόρος — wearing armour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχεσφόρος — ον, Α αυτός που φέρει όπλα, ένοπλος («ἐπ ἄνδρὶ τευχεσφόρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τευχεσ τού τεῦχος + φόρος*] … Dictionary of Greek
τευχεσφόρον — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem acc sg τευχεσφόρος wearing armour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχεσφόροις — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευχεσφόρῳ — τευχεσφόρος wearing armour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek